κιξάλλης

κιξάλλης
κιξάλλ-ης, ου, ,
A highway robber,

κ. καὶ λῃστής Democr.260

;

ὅστις κιξάλλας ὑποδέχοιτο SIG38.19

(Teos, v B.C.) (Hsch. [full] κιξάλης· φώρ, κλέπτης, ἀλαζών: Phot. [full] κίξας· τοὺς ἐν ὁδῷ λῃστάς: Jo.Gramm.in Hoffmann Griech.Dial.ii p.208 [full] κιττάλης· κλέπτης).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κιξάλλης — highway robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιξάλλαι — κιξάλλης highway robber masc nom/voc pl κιξάλλᾱͅ , κιξάλλης highway robber masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιξάλλην — κιξάλλης highway robber masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιξαλλία — κιξαλλία, ἡ (Α) [κιξάλλης] 1. ληστεία που γίνεται σε δημόσιους δρόμους 2. (κατά τον Ησύχ.) κάθε είδος κακοτεχνίας …   Dictionary of Greek

  • κιξαλλεύω — (Α) [κιξάλλης] ληστεύω, είμαι ληστής …   Dictionary of Greek

  • κιττάλης — (Α) βλ. κιξάλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”